διχτυοχαλαστής

διχτυοχαλαστής
ο (θηλ. διχτυοχαλάστρα, η)
(για μεγάλα ψάρια) αυτός που καταστρέφει τα δίχτυα προσπαθώντας με απότομες κινήσεις να ξεφύγει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”